πεφυλαγμένος

πεφυλαγμένος
φυλάσσω
keep watch and ward
perf part mp masc nom sg
πεφῡλαγμένος , φυλάζω
form into tribes
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • опасный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἀκριβής) осторожный, осмотрительный, тщательный (Синак. в вел.… …   Словарь церковнославянского языка

  • πεφυλαγμένως — Α επίρρ. 1. με προφύλαξη, προσεκτικά 2. φρ. «πεφυλαγμένως ἔχω πρὸς τι» είμαι προσεκτικός για κάποιο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφυλαγμένος τού φυλάσσω] …   Dictionary of Greek

  • φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”